λατομήσῃ

λατομήσῃ
λατομέω
quarry
aor subj mid 2nd sg
λατομέω
quarry
aor subj act 3rd sg
λατομέω
quarry
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λατόμηση — η [λατομώ] η εξόρυξη διαφόρων τύπων πετρωμάτων χωρίς μεταλλικά συστατικά από ανοιχτούς χώρους εκσκαφής μικρού σχετικά βάθους …   Dictionary of Greek

  • λατόμηση — η η εξόρυξη πέτρας ή μαρμάρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λατομία — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Οικισμός (υψόμ. 10 μ., 33 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βιάννου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιάννου, στο διοικητικό διαμέρισμα Πεύκου. 2. Οικισμός (υψόμ. 10 μ., 4 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βιάννου του… …   Dictionary of Greek

  • λατομικός — ή, ό (Α λατομικός, ή, όν) [λατόμος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λατομείο ή σε λατόμο αρχ. κατάλληλος για λατόμηση, για εξαγωγή πέτρας ή μαρμάρου …   Dictionary of Greek

  • λατόμευση — η η λατόμηση …   Dictionary of Greek

  • Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… …   Dictionary of Greek

  • Κορσική — (γαλλ. Corse, ιταλ. Corsica). Νησί (8.680 τ. χλμ., 260.196 κάτ. το 1999) της νότιας Ευρώπης, το τέταρτο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου. Διοικητικά αποτελεί διαμέρισμα της Γαλλίας, που διαιρείται σε δύο νομούς, την Άνω Κ. (Haute Corse, με… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”